- μπηχτός
- -ή, -ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, -ή, -όν) [μπήγω]αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένοςνεοελλ.1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά)αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά] μπηχτή»)2. το θηλ. ως ουσ. η μπηχτήυπαινιγμός, συνήθως κακόβουλος, που διατυπώνεται με επιτήδειο τρόπο3. φρ. «τουφεκιά μπηχτή» — πυροβολισμός προς κινούμενο στόχο χωρίς σκόπευση.επίρρ...μπηχτά1. καρφωτά, με βίαιη εμβολή2. μτφ. ύπουλα, υπαινικτικά.
Dictionary of Greek. 2013.